Το κατώτερο τμήμα του ουροποιητικού συστήματος, δηλαδή η ουροδόχος κύστη και η ουρήθρα, δεν έχουν παρά δύο λειτουργίες: την αποθήκευση και την εκούσια αποβολή των ούρων.

Η ουροδόχος κύστη γεμίζει με ούρα από τα νεφρά και όταν έλθει η επιθυμία για ούρηση, ή κένωση της κύστης μπορεί να αναβληθεί έως κάποια κοινωνικά αποδεκτή στιγμή.

Κατά τη διάρκεια της ούρησης, ο σφιγκτήρας χαλαρώνει και η κύστη συσπάται και αδειάζει.

Όταν το κατώτερο ουροποιητικό αδυνατεί να διατηρήσει την αποθηκευτική του λειτουργία, τότε μιλάμε για ακράτεια ούρων.

Σύμφωνα με την Διεθνή Εταιρεία Ακράτειας, ως ακράτεια των ούρων, ορίζεται η ακούσια απώλεια ούρων, σε βαθμό που να προκαλεί προβλήματα υγιεινής ή κοινωνικής αποδοχής.

Επιδημιολογικά στοιχεία

Αποτελεί ένα μείζον κοινωνικό πρόβλημα και αφορά όλες τις ηλικιακές ομάδες, με ιδιαίτερα συχνή εμφάνιση στη τρίτη ηλικία. Επιδημιολογικά στοιχεία από τις Η.Π.Α. δείχνουν ότι τουλάχιστον 10.000.000 ενήλικες υποφέρουν από ακράτεια ούρων, ενώ το κόστος για την αντιμετώπισή της υπολογίζεται ότι ξεπερνάει τα 10 δις $ το χρόνο, ποσό σημαντικά υψηλότερο από αυτό που δαπανάται για την αιμοκάθαρση και τις επεμβάσεις by pass ταυτόχρονα.

Αν και η πάθηση συχνά συνοδεύεται από σημαντική νοσηρότητα (προκαλεί ψυχικές διαταραχές όπως κατάθλιψη, απομόνωση και άγχος, ενώ δεν θα πρέπει να παραβλέπεται η σεξουαλική δυσλειτουργία που συχνά εμφανίζεται), παρατηρείται μεγάλη διστακτικότητα στην αναφορά του προβλήματος. Οι μισοί ασθενείς δεν έχουν συμβουλευθεί ποτέ γιατρό για το πρόβλημά τους, ενώ οι μη ειδικοί γιατροί σπάνια ρωτούν ή αποκαλύπτουν το πρόβλημα.

Από τα διεθνή δεδομένα φαίνεται πως η πάθηση απασχολεί το 5-15% των ατόμων της τρίτης ηλικίας ποσοστό που ανεβαίνει στο 20-40% σε αυτούς που νοσηλεύονται εξαιτίας κάποιας πάθησης, ενώ ξεπερνάει το 50% σε οίκους ευγηρίας. Για την Ελλάδα, από τα λίγα επιδημιολογικά δεδομένα που υπάρχουν, εκτιμάται ότι η ακράτεια ούρων απασχολεί 600.000 Έλληνες από τους οποίους οι 400.000 είναι γυναίκες. Οι αριθμοί αυτοί τονίζουν το μέγεθος του προβλήματος για τη χώρα μας. Οι μεγαλύτεροι ασθενείς συχνά παραμελούν την ακράτεια είτε τη θεωρούν σαν ένα φυσιολογικό κομμάτι της ηλικίας τους.

Η ακράτεια θεωρείται αντιμετωπίσιμη και συχνά θεραπεύσιμη, ακόμα και στους πολύ ηλικιωμένους, αλλά η θεραπευτική προσέγγιση πρέπει να διαφέρει από αυτή που χρησιμοποιείται στους νεώτερους ασθενείς.