Ως Σακχαρώδης Διαβήτης Κύησης ορίζεται η ποικίλου βαθμού παθολογική ανοχή των υδατανθράκων, με έναρξη, ή πρώτη διάγνωση, κατά την διάρκεια της παρούσας εγκυμοσύνης, ανεξάρτητα από την γλυκαιμική κατάσταση μετά τον τοκετό. Η συχνότητά του κυμαίνεται στο 2-4% του συνόλου των κυήσεων και η διαπίστωσή του γίνεται συνήθως στο δεύτερο ήμισυ της εγκυμοσύνης. Όταν ο σακχαρώδης διαβήτης κυήσεως εμφανίζεται κατά το πρώτο ήμισυ της εγκυμοσύνης, πιθανότατα αυτός να υπήρχε από παλαιότερα, αλλά δεν είχε διαγνωσθεί.

Μετά την κατανάλωση υδατανθρακούχων τροφίμων (δημητριακά, φρούτα, λαχανικά, καθώς και μέλι, ζάχαρη και άλλες σακχαρώδεις ουσίες) οι υδατάνθρακες, κατά ην διαδικασία της πέψης, διασπώνται σε μικρότερα δομικά μόρια. Ένα από αυτά είναι και η γλυκόζη, η οποία αποτελεί και την κύρια πηγή ενέργειας για τον οργανισμό μας και της οποίας η πρόσληψη και χρησιμοποίηση από τα κύτταρά μας, έγκειται στη παραγωγή και δράση της ινσουλίνης, μια ορμόνης που παράγεται από το πάγκρεας. Τα επίπεδα, λοιπόν, της γλυκόζης στο αίμα ρυθμίζονται ανάλογα με την έκκριση της ινσουλίνης από το πάγκρεας. Δηλαδή από την καλή λειτουργία του παγκρέατος

Στην διάρκεια της εγκυμοσύνης, το μωρό τρέφεται δια μέσου του πλακούντα. Ο πλακούντας με την σειρά του παράγει ορισμένες ορμόνες, που βοηθούν στην ανάπτυξη του μωρού. Αυτές οι ορμόνες, οι οποίες βρίσκονται στα υψηλότερα επίπεδα κατά την 24-28η εβδομάδα της εγκυμοσύνης, εμποδίζουν την δράση της ινσουλίνης στο σώμα της εγκύου, μειώνοντας την αποτελεσματικότητά της με αποτέλεσμα να αυξάνονται τα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα. Η κατάσταση αυτή ονομάζεται «αντίσταση στην ινσουλίνη». Στις περισσότερες γυναίκες το πάγκρεας είναι ικανό να παραγάγει περισσότερη ινσουλίνη, έτσι ώστε να ξεπεράσει το διαβητογόνο στρες της εγκυμοσύνης, την «αντίσταση δηλαδή στην ινσουλίνη». Σε περίπτωση που το πάγκρεας δεν μπορεί να παραγάγει αρκετή ινσουλίνη και τα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα παραμένουν πολύ υψηλά, τότε η εγκυμονούσα εμφανίζει διαβήτη κύησης. Μετά τον τοκετό, οπού τα επίπεδα των ορμονών του πλακούντα μειώνονται, τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα επανέρχονται στο φυσιολογικό.

Τι επιπτώσεις μπορεί να έχει ο διαβήτης στο μωρό μου;

Σε περίπτωση που ο διαβήτης κύησης εντοπιστεί νωρίς, μπορεί να αντιμετωπιστεί και να ελεγχθεί αποτελεσματικά, αποφεύγοντας τυχόν επιπλοκές τόσο στη μητέρα όσο και στο μωρό. Αυτό που είναι αναγκαίο είναι η ομαλοποίηση και διατήρηση των επιπέδων γλυκόζης στα φυσιολογικά ή κοντά στα φυσιολογικά όρια.

Στην περίπτωση που η μητρική υπεργλυκαιμία, δεν ελεγχθεί αποτελεσματικά, υπερβολικά ποσά γλυκόζης, μεταφέρονται στο έμβρυο. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε εμβρυϊκή μακροσωμία (αυξημένο βάρος νεογνού, δηλαδή >4 κιλά) αυξάνοντας έτσι τον κίνδυνο για καισαρική τομή, για επιπλοκές κατά τον τοκετό, καθώς και για μακροχρόνιες επιπλοκές, σε ότι αφορά την εμφάνιση καρδιαγγειακών νοσημάτων του βρέφους σε ενήλικη φάση ζωή.

Θα πρέπει, επίσης, να αναφερθεί ότι η διερχόμενη από το πλακούντα γλυκόζη (στην περίπτωση της εκσεσημασμένης μητρικής υπεργλυκαιμίας) διεγείρει συνεχώς το πάγκρεας του εμβρύου για παραγωγή ινσουλίνης, η οποία δρα και ως εμβρυϊκή «ορμόνη αύξησης», και αυξάνει τις απαιτήσεις σε οξυγόνο για να μεταβολίσει το φορτίο της γλυκόζης. Η εμβρυϊκή υπερινσουλιναιμία θεωρείται υπεύθυνη για κάποια καθυστέρηση της πνευμονικής ωρίμανσης και δημιουργεί αυξημένη συχνότητα συνδρόμου αναπνευστικής δυσχέρειας. Η διατήρηση των επιπέδων γλυκόζης στα φυσιολογικά ή κοντά στα φυσιολογικά επίπεδα μπορεί να μειώσει αυτού τους κινδύνους.

Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι ο διαβήτης της κύησης ή ακόμα και μια μικρή μη ανοχή στη γλυκόζη κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, αποτελούν επίσης σημαντικούς παράγοντες κινδύνου για την ανάπτυξη διαβήτη τύπου I (ινσουλινο-εξαρτώμενο σακχαρώδη διαβήτη) ή και II (μη ινσουλινο-εξαρτώμενο σακχαρώδη διαβήτη) στο νεογνό, ενώ η μακροσωμία σχετίζεται με μελλοντική παχυσαρκία κατά την παιδική και εφηβική ηλικία, με τις γνωστές συνέπειες της.

Οι γυναίκες, επίσης, με διαβήτη κύησης βρίσκονται σε αυξημένο κίνδυνο για εξέλιξη μόνιμου διαβήτη τα επόμενα 5-10 χρόνια (κυρίως μη ινσουλινο-εξαρτώμενο σακχαρώδη διαβήτη, μετά τον τοκετό ή ανάπτυξη δυσανεξίας στη γλυκόζη). Ενδέχεται όμως ο διαβήτης, ή η διαταραγμένη ανοχή στη γλυκόζη, να υποχωρήσει αυτόματα μετά τον τοκετό. Έτσι, τόσο ο διαβήτης που προϋπάρχει της κύησης (κύηση σε γυναίκες με σακχαρώδη διαβήτη τύπου I και II) όσο και ο διαβήτης κύησης, θεωρούνται καταστάσεις υψηλού κινδύνου κατά την κύηση και απαιτούν ιδιαίτερη προσοχή.